ιστικός — ή, ό [ιστός] (ιστολ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους οργανικούς ιστούς … Dictionary of Greek
καλογερίστικος — η, ο ο καλογερικός. επίρρ... καλογερίστικα με τον τρόπο τών καλογήρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλόγερ ος + κατάλ. ίστικος, πρβλ. κουκλ ίστικος, παπαδ ίστικος] … Dictionary of Greek
κοπελίστικος — η, ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κοπέλα ή αυτός που ταιριάζει σε κοπέλα 2. παιδικός, παιδιάστικος 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κοπελίστικα τα παιδιαρίσματα, οι παιδικές ανοησίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοπέλα + κατάλ. ίστικος (πρβλ. αγορ ίστικος … Dictionary of Greek
κοριτσίστικος — η, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προσιδιάζει σε κορίτσι («κοριτσίστικη συμπεριφορά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κορίτσι + κατάλ. ίστικος (πρβλ. αγορ ίστικος, θεατριν ίστικος)] … Dictionary of Greek
κουκλίστικος — η, ο 1. αυτός που αναφέρεται σε κούκλα 2. αυτός που μοιάζει με κούκλα, πανέμορφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κούκλα + κατάλ. ίστικος (πρβλ. δασκαλ ίστικος, παπαδ ίστικος)] … Dictionary of Greek
μπακαλίστικος — η, ο μπακάλικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπακάλης + κατάλ. ίστικος (πρβλ. δασκαλ ίστικος, καλογερ ίστικος)] … Dictionary of Greek
νεολαιίστικος — η, ο αυτός που είναι χαρακτηριστικός τής νεολαίας ή τού νεολαίου («νεολαιίστικο κίνημα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < νεολαία + κατάλ. ίστικος (πρβλ. κουκλ ίστικος, μωρουδ ίστικος)] … Dictionary of Greek
μακεδονίστικος — η, ό μακεδονικός. επίρρ... μακεδονίστικα μακεδονιστί, στη μακεδονική διάλεκτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Μακεδονία + κατάλ. ίστι κος (πρβλ. κουκλ ίστικος, μεγαλ ίστικος)] … Dictionary of Greek
μωρουδίστικος — η, ο 1. αυτός που αρμόζει σε μωρό 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μωρουδίστικα α) τα μωρουδιακά β) τα μωρουδίσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μωρούδι + υποκορ. κατάλ. ίστικος (πρβλ. κουκλ ίστικος)] … Dictionary of Greek
νοικοκυρίστικος — η, ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νοκοκύρη, στη νοικοκυρά ή στο νοικοκυριό 2. αυτός που γίνεται με τρόπο που ταιριάζει σε νοικοκύρη ή σε νοικοκυρά, δηλαδή με τάξη, επιμέλεια, σοβαρότητα και σύνεση («νοικοκυρίστικες κουβέντες»). επίρρ...… … Dictionary of Greek