-ιστικός

-ιστικός
και -ίστικος (ΑΜ -ιστικός)
παρεκτεταμένη μορφή τής κατάλ. -ικός από ονόματα σε -ιστής (πρβλ. αγων-ιστ-ικός < αγων-ιστής, υβρ-ιστ-ικός < υβρ-ιστής). Στη συνέχεια η κατάλ. σχημάτισε και παρ. απευθείας από θ. ρημάτων σε -ίζω (πρβλ. ονειδ-ιστικός < ονειδ-ίζω, χαρακτηρ-ιστικός < χαρακτηρ-ίζω καθώς και τα νεώτερα επανα-πατρ-ιστικός < επανα-πατρίζω, καθ-ιστικός < καθ-ίζω, νανουρ-ιστικός < νανουρ-ίζω). Με αναβιβασμό τού τόνου, πιθ. κατ' επίδρασιν άλλων καταλ., όπως είναι η -ίτικος, προέκυψε στη Νέα Ελληνική η κατάλ. -ίστικος, που έδωσε μετονοματικά παρ. (πρβλ. δασκαλ-ίστικος < δάσκαλος, κοριτσ-ίστικος < κορίτσι), με εξαίρεση το μεταρρηματικό α-καταλαβ-ίστικος < α- στερητικό + καταλαβαίνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ιστικός — ή, ό [ιστός] (ιστολ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους οργανικούς ιστούς …   Dictionary of Greek

  • καλογερίστικος — η, ο ο καλογερικός. επίρρ... καλογερίστικα με τον τρόπο τών καλογήρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλόγερ ος + κατάλ. ίστικος, πρβλ. κουκλ ίστικος, παπαδ ίστικος] …   Dictionary of Greek

  • κοπελίστικος — η, ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κοπέλα ή αυτός που ταιριάζει σε κοπέλα 2. παιδικός, παιδιάστικος 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κοπελίστικα τα παιδιαρίσματα, οι παιδικές ανοησίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοπέλα + κατάλ. ίστικος (πρβλ. αγορ ίστικος …   Dictionary of Greek

  • κοριτσίστικος — η, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προσιδιάζει σε κορίτσι («κοριτσίστικη συμπεριφορά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κορίτσι + κατάλ. ίστικος (πρβλ. αγορ ίστικος, θεατριν ίστικος)] …   Dictionary of Greek

  • κουκλίστικος — η, ο 1. αυτός που αναφέρεται σε κούκλα 2. αυτός που μοιάζει με κούκλα, πανέμορφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κούκλα + κατάλ. ίστικος (πρβλ. δασκαλ ίστικος, παπαδ ίστικος)] …   Dictionary of Greek

  • μπακαλίστικος — η, ο μπακάλικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπακάλης + κατάλ. ίστικος (πρβλ. δασκαλ ίστικος, καλογερ ίστικος)] …   Dictionary of Greek

  • νεολαιίστικος — η, ο αυτός που είναι χαρακτηριστικός τής νεολαίας ή τού νεολαίου («νεολαιίστικο κίνημα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < νεολαία + κατάλ. ίστικος (πρβλ. κουκλ ίστικος, μωρουδ ίστικος)] …   Dictionary of Greek

  • μακεδονίστικος — η, ό μακεδονικός. επίρρ... μακεδονίστικα μακεδονιστί, στη μακεδονική διάλεκτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Μακεδονία + κατάλ. ίστι κος (πρβλ. κουκλ ίστικος, μεγαλ ίστικος)] …   Dictionary of Greek

  • μωρουδίστικος — η, ο 1. αυτός που αρμόζει σε μωρό 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μωρουδίστικα α) τα μωρουδιακά β) τα μωρουδίσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μωρούδι + υποκορ. κατάλ. ίστικος (πρβλ. κουκλ ίστικος)] …   Dictionary of Greek

  • νοικοκυρίστικος — η, ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νοκοκύρη, στη νοικοκυρά ή στο νοικοκυριό 2. αυτός που γίνεται με τρόπο που ταιριάζει σε νοικοκύρη ή σε νοικοκυρά, δηλαδή με τάξη, επιμέλεια, σοβαρότητα και σύνεση («νοικοκυρίστικες κουβέντες»). επίρρ...… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”